- ὕλιος
- ὗλιςmudfem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύλιος — ία, ον, Α [ὕλη] γεμάτος δένδρα και θάμνους … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
baxmb- — baxmb English meaning: a kind of noise Deutsche Übersetzung: Nachahmung for dumpfe, dröhnende Schalleindrũcke Material: Gr βόμβος m. (out of it Lat. bombus) “ a boom, deep hollow noise “, βόμβῡξ, ῡκος “ fleas “, βομβύκια “… … Proto-Indo-European etymological dictionary